- τελευτῷ
- τελευτάωbring to passpres opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τελευτώ — τελευτῶ, άω, ΝΜΑ [τελευτή] 1. (αμτβ.) α) φθάνω στο τέλος, τελειώνω, λήγω, καταλήγω β) πεθαίνω (α. «προτού τελευτήσει τον βίο της» β. «τελευτήσαντος δὲ τοῡ Γέροντος, ἦλθε... τὴν συνήθη εὐχὴν ἀποδώσων», Μηναί. γ. «ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησε Δαρεῑος», Ξεν.) … Dictionary of Greek
τελευτῶ — τελευτάω bring to pass pres imperat mp 2nd sg τελευτάω bring to pass pres subj act 1st sg (attic epic ionic) τελευτάω bring to pass pres ind act 1st sg (attic epic ionic) τελευτάω bring to pass pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατελεύτητος — η, ο (AM ἀτελεύτητος, ον) [τελευτώ] ο χωρίς τέλος, ο αιώνιος («ζωὴ ἀτελεύτητος») αρχ. 1. αυτός που δεν έχει περατωθεί, ατελής, ασυμπλήρωτος 2. ανεκπλήρωτος, ανεκτέλεστος 3. (για πρόσωπα) άκαμπτος, ασυμβίβαστος … Dictionary of Greek
ευχάριστος — η, ο (ΑΜ εὐχάριστος, ον) (για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα) 1. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, ο θελκτικός 2. αυτός που παρέχει ευχαρίστηση, ευφροσύνη, τέρψη («οὐχ ὅμοια προαιρεῑται ὁ εὐχάριστος καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ… … Dictionary of Greek
κακοτελεύτητος — κακοτελεύτητος, ον (Α) αυτός που έχει κακό τέλος, που καταλήγει σε καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακῶς) + τελευτῶ] … Dictionary of Greek
κατατελευτώ — κατατελευτῶ, άω (Α) καταλήγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τελευτῶ «τελειώνω»] … Dictionary of Greek
παρατελευτώ — άω, ΜΑ 1. είμαι πριν από τον τελευταίο 2. γραμμ. βρίσκομαι στην παραλήγουσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τελευτῶ «καταλήγω, τελειώνω»] … Dictionary of Greek
πεθαίνω — και αποθαίνω 1. παύω να ζω, αποθνήσκω, ξεψυχώ, τελευτώ («όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει», Σολωμ.) 2. επιφέρω τον θάνατο, κάνω κάποιον να πεθάνει, συντελώ στο να πάψει κάποιος να ζει («τόν πέθαναν με τα βασανιστήρια») 3. αφαιρώ έμμεσα … Dictionary of Greek
προτελευτώ — προτελευτῶ, άω, ΝΑ πεθαίνω πρωτύτερα («ὁρῶσι τοὺς γενεαῑς πολλαῑς τῆς ἑαυτῶν γενέσεως προτελευτηκότας», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τελευτῶ (< τελευτή «τέλος ζωής, φυσικός θάνατος»)] … Dictionary of Greek
συντελευτώ — άω, Α συναποθνήσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τελευτῶ «πεθαίνω» (< τελευτή «τέλος, θάνατος»)] … Dictionary of Greek